ἀπόστροφος — turned away masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόστροφος — η (γραμμ.), σημάδι του γραπτού λόγου όμοιο με την ψιλή που μπαίνει στη θέση φωνήεντος το οποίο αποβλήθηκε εξαιτίας έκθλιψης, αφαίρεσης ή αποκοπής (μ έφερε, μου φερε, φέρ το) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποστρόφως — ἀπόστροφος turned away adverbial ἀπόστροφος turned away masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόστροφον — ἀπόστροφος turned away masc/fem acc sg ἀπόστροφος turned away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρόφοις — ἀπόστροφος turned away masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρόφου — ἀπόστροφος turned away masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρόφους — ἀπόστροφος turned away masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρόφων — ἀπόστροφος turned away masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρόφῳ — ἀπόστροφος turned away masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόστροφα — ἀπόστροφος turned away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)